- ἠλέκτρινος
- ἠλέκτρῐνος, η, ον, [dialect] Dor. [pref] ἀλ-,A made of ἤλεκτρον, Luc.VH1.20, Hld. 3.3.II shining like it,
ὕδωρ Call.Cer.29
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὕδωρ Call.Cer.29
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἠλέκτρινος — made of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλέκτρινος — η, ο (Α ἠλέκτρινος και δωρ. ἀλέκτρινος, η, ον) ο κατασκευασμένος από ήλεκτρο αρχ. ο όμοιος με ήλεκτρο, αυτός που λάμπει σαν το ήλεκτρο, λαμπερός, κεχριμπαρένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλεκτρο + κατάλ. ινος (πρβλ. μάλλ ινος, ξύλ ινος)] … Dictionary of Greek
ἠλέκτρινον — ἠλέκτρινος made of masc/fem acc sg ἠλέκτρινος made of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλεκτρίνου — ἠλέκτρινος made of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλεκτρίνους — ἠλέκτρινος made of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλεκτρίνῳ — ἠλέκτρινος made of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλέκτρινα — ἠλέκτρινος made of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλεκτρούς — ἠλεκτροῡς, oῡv (Α) πάπ. αυτός που είναι κατασκευασμένος από ήλεκτρο, ηλέκτρινος («δακτυλίδιον ἠλεκτροῡν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλεκτρο, κατά τα αργυρ ούς, χρυσ ούς] … Dictionary of Greek
ԵԼԵԿՏՌԵՂԷՆ — ( ) NBH 1 0649 Chronological Sequence: 8c ա. ԵԼԵԿՏՌԵՂԷՆ կամ ԻԼԵՔՏՌԵՂԷՆ. ἡλεκτρίνος eletrinus Որ ինչ է յելեկտրոնէ. ... *Կերպաւորութիւնս մարդկեղէնս դնեն նմա, կամ հրեղէնս, կամ իլեքտռեղէնս. Դիոն. ածայ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)